- νοώ
- νοώ (κυρίως στη λόγ. έκφρ. ο νοών νοείτω)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek
νοῶ — νοέω Excerpta e libris Herodiani pres subj act 1st sg (attic epic doric) νοέω Excerpta e libris Herodiani pres ind act 1st sg (attic epic doric) νοόω convert into pure Intelligence pres subj act 1st sg νοόω convert into pure Intelligence pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόω — Νόης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόω — νάω flow pres imperat mp 2nd sg (epic) νάω flow pres subj act 1st sg (epic) νάω flow pres ind act 1st sg (epic) νάω flow imperf ind mp 2nd sg (epic) νόος mind masc nom/voc/acc dual (epic doric ionic) νόος mind masc gen sg (doric) νοόω convert… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόῳ — νάω flow pres opt act 3rd sg (epic) νόος mind masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόωι — νόῳ , νάω flow pres opt act 3rd sg (epic) νόῳ , νόος mind masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 … Deutsch Wikipedia
λοξονοώ — λοξονοῶ, έω (Μ) έχω στραβές σκέψεις, δεν σκέπτομαι ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + νοῶ (πρβλ. κατα νοώ, ομο νοώ)] … Dictionary of Greek
ισονοώ — ἰσονοῶ, έω (Α) 1. νοώ, σκέπτομαι, αντιλαμβάνομαι κατά τον ίδιο τρόπο 2. παθ. ἰσονοοῡμαι, έομαι θεωρούμαι ισοδύναμος, λογίζομαι ισότιμος, ισάξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νοῶ] … Dictionary of Greek